- φυτεία
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος.
* * *η, Ν1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά μεταφυτευμένα φυτά2. αμπέλι που δεν έχει ακόμη καρποφορήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεία, με συνίζηση (πρβλ. δουλεία: δουλειά)].————————η, ΝΜΑ [φυτεύω]τόπος φυτεμένοςνεοελλ.1. μεγάλο συνήθως αγρόκτημα στις τροπικές ή υποτροπικές περιοχές, εξειδικευμένο σε ορισμένη καλλιέργεια2. τεχνική δάσωση ή αναδάσωση γυμνών εκτάσεων3. το σύνολο τών φυτών που φύονται ή καλλιεργούνται σε έναν τόπο, χλωρίδααρχ.1. η ενέργεια τού φυτεύω, φύτευμα2. γέννηση, παραγωγή («εἴτε φυτείαν εἴτε παιδοποιΐαν δεῑ αὐτὴν ὀνομάζειν», Πλάτ.)3. αύξηση φυτού4. φυτό.
Dictionary of Greek. 2013.